πύνδαξ

πύνδαξ
-ακος, ὁ, Α
1. πυθμένας αγγείου, ποτηριού ή άλλου δοχείου, πάτος
2. το κατώτατο κοίλο μέρος πλοίου
3. επικάλυμμα αμφορέα
4. λαβή ξίφους
5. φρ. «εἰσκρούω τὸν πύνδακα»
(για οινοπώλη) χτυπώ προς τα μέσα τον πυθμένα μεταλλικού δοχείου για να ελαττώσω έτσι τη χωρητικότητά του.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. πύνδαξ, με επίθημα -ακ-ς (πρβλ. κάμ-αξ, πίν-αξ), ανάγεται στην ίδια ΙΕ ρίζα *bhudh- «έδαφος, πάτωμα» στην οποία ανάγεται και η συνώνυμη της πυθμήν*. Ο τ. πύ-ν-δ-αξ έχει σχηματιστεί με μετάθεση τού έρρινου επιθήματος τής ρίζας μέσα στο θέμα τής λ. (*bhudh-n- > bund(h)-), πρβλ. και λατ. fundus «θεμέλιο», πρακριτ. bhundha- «πάτος ποτηριού». Η παρουσία μέσου ηχηρού συμφώνου -δ- στο θέμα τής λ. αντί τού ηχηρού δασέως -dh τής ρίζας αποδίδεται στο έρρινο σύμφωνο που προηγείται (πρβλ. θάμβος, θρόμβος), ενώ η εμφάνιση ψιλού αρκτικού συμφώνου π- αντί τού αναμενόμενου δασέως φ- (πρβλ. και -τέμ-βω) οφείλεται πιθ. σε αναλογική επίδραση τού συνωνύμου πυθμήν. Κατ' άλλους η λ. πύνδαξ είναι δάνειο από την Γερμανική μέσω τής μακεδονικής διαλέκτου, ενώ κατ' άλλους πρόκειται για λ. μακεδονικής προέλευσης (πρβλ. το μακεδονικό τοπωνύμιο Πύδνα). Κατ' άλλη άποψη, τέλος, πρόκειται για πελασγικό δάνειο (βλ. και λ. πυθμένας)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • πύνδαξ — bottom masc nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πύνδακα — πύνδαξ bottom masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πύνδακας — πύνδαξ bottom masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πύνδακ' — πύνδακα , πύνδαξ bottom masc acc sg πύνδακι , πύνδαξ bottom masc dat sg πύνδακε , πύνδαξ bottom masc nom/voc/acc dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ancient Macedonian language — For the unrelated modern Slavic language, see Macedonian language. language name=Ancient Macedonian region=Macedon ( extinct language ) extinct=absorbed by Attic Greek in the 4th century BC familycolor=Indo European fam2= possibly Greek… …   Wikipedia

  • Antiguo idioma macedonio — Este artículo trata del idioma usado en la antigüedad. Para el idioma eslavo moderno, no relacionado, véase idioma macedonio y para su antepasado, véase Antiguo eslavo eclesiástico. Antiguo macedonio ? Hablado en Reino de Macedonia Región Sureste …   Wikipedia Español

  • Древнемакедонский язык — Страны: Древняя Македония Вымер: к III ве …   Википедия

  • Древний македонский язык — Древнемакедонский язык Страны: Древняя Македония Вымер: к III веку до н.э. вытеснен древнегреческим языком Классификация Категория: Языки Евразии Индоевропейская се …   Википедия

  • ευπυνδάκωτος — εὐπυνδάκωτος, ον (Α) με ωραίο πυθμένα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + πυνδακ (< πύνδαξ, ακος «πυθμένας») + ωτος] …   Dictionary of Greek

  • οξυπύνδαξ — ὀξυπύνδαξ, ακος, ὁ, ἡ (Α) (για ποτήρι) οξυπύθμενος. [ΕΤΥΜΟΛ. < οξυ * + πύνδαξ «πυθμένας ποτηριού»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”